- ὑπόσαλος
- ὑπό-σαλος, unter der Woge, bes. auf offenem, wogendem Meere. Dah. ein wenig schwankend; ὀδόντες, etwas wackelnde Zähne
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπόσαλος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από θάλασσα, ιδίως ταραγμένη 2. (κατ επέκτ.) αυτός που σαλεύει, που ταρακουνιέται λίγο («τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης», Πλούτ.) 3. φρ. «ὀδόντες ὑπόσαλοι» δόντια που κουνιούνται, που είναι έτοιμα να πέσουν (Διόσκ.) … Dictionary of Greek
ὑπόσαλον — ὑπόσαλος under the sea masc/fem acc sg ὑπόσαλος under the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσάλου — ὑπόσαλος under the sea masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσάλους — ὑπόσαλος under the sea masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσάλων — ὑπόσαλος under the sea masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)